- ὑπόρρηνος
- ὑπόρρηνος, ον, ([etym.] πήν, ἀρήν) poet. for ὕπαρνος, Il.10.216.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑπόρρηνος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόρρηνος — ον, Α (επικ. τ.) ὕπαρνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ρρηνος (< ῥήν, ῥῆνος «αρνί»), πρβλ. πολύ ρρηνος] … Dictionary of Greek
ὑπόρρηνον — ὑπόρρηνος masc/fem acc sg ὑπόρρηνος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόρρηνα — ὑπόρρηνος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)